- ἐπιίστωρ
- ἐπιίστωρprivy tomasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιίστωρ — ἐπιίστωρ, ο (Α) 1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.) 2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ ) τού θέματος Fειδ… … Dictionary of Greek
ἐπιίστορα — ἐπιίστωρ privy to masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιίστορας — ἐπιίστωρ privy to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιίστορες — ἐπιίστωρ privy to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιίστορι — ἐπιίστωρ privy to masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιίστορος — ἐπιίστωρ privy to masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… … Dictionary of Greek